- φύσανσις
- -άνσεως, ἡ, Ατο να γίνεται κάτι σύμφωνα με τη φύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύσις, μέσω ενός ρ. *φυσαίνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φύσανσις — naturation fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)